χαλκοπυλος

χαλκοπυλος
    χαλκόπυλος
    χαλκό-πῠλος
    2
    1) с медными вратами
    

(ἱρόν Her.)

    2) обитающий в храме с медными вратами
    

(θεά Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλκοπυλος" в других словарях:

  • χαλκόπυλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.) 2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί πυλος, μακρό πυλος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπυλον — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem acc sg χαλκόπυλος with gates of brass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοπύλῳ — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπύλωι — χαλκοπύλῳ , χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»